- ὁμοιωτική
- ὁμοιωτικόςassimilativefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁμοιωτικῇ — ὁμοιωτικός assimilative fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοιωτικός — ὁμοιωτικός, ή, όν (Α) [ομοιώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιότητα ή στην ομοίωση 2. αυτός που μπορεί να καταστεί όμοιος 3. αυτός που κατασκευάζει κάτι όμοιο με κάτι άλλο, ζωγράφος ή αγαλματοποιός 4. αλληγορικός 5. μαθημ. ονομασία τών… … Dictionary of Greek